7/9/08

Και όμως, στο Δίκτυο Σκεφτόμαστε, Γινόμαστε πιο Ευφυείς, Μαζί.

Σπεύδω να απαντήσω στο προκλητικό ερώτημα που μας θέτει το περιοδικό The Atlantic Monthly: “Is Google Making Us Stoopid?” (τ. Ιουλίου/Αυγούστου 2008) (http://www.theatlantic.com/doc/200807/google). Αρθρογράφος του είναι ο Nicholas Carr, πρώην executive editor του Harvard Business Review και blogger (http://www.roughtype.com/) για θέματα τεχνολογίας, επιχειρήσεων και πολιτισμού.
Το άρθρο έγινε η αφορμή για να ξεκινήσει μια  πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στο φόρουμ έρευνας και διαλόγου Edge Reality Club (http://www.edge.org/discourse/carr_google.html#hillis), με αρθρογραφία των W. Daniel Hillis, Kevin Kelly, Larry Sanger, George Dyson, Jaron Lanier, Douglas Rushkoff και παράλληλα στο blog της Britannica, με το πολύ εύστοχο άρθρο του Clay Shirky. Όλοι τους, κορυφαίοι διανοητές, φιλόσοφοι και επιστήμονες, με σημαντική παρουσία στη ψηφιακή σκέψη και κουλτούρα, διαφωνούν με τον Carr και «ξηλώνουν» τη ραχοκοκαλιά των επιχειρημάτων και των ιδεών του.
Σας παρουσιάσω συνοπτικά (χωρίς να αποφεύγω τον πειρασμό του εμβόλιμου σχολιασμού) την οπτική του πολύκροτου άρθρου.
Ο Nicholas Carr φοβάται ότι η ολοένα και πιο ενεργός δικτυακή ζωή μας και ιδιαίτερα η προσήλωσή μας στο Goοgling, μας κάνει να χάνουμε μια θεμελιώδη για τον πολιτισμό μας δεξιότητα, την ικανότητά μας για «βαθειά σκέψη».
Ενώ όλα δείχνουν ότι στο δίκτυο γίναμε και πάλι φανατικοί αναγνώστες -καλή συνήθεια που είχαμε παραμελήσει  στα χρόνια που μονοπωλούσε την καθημερινότητα μας η τηλεόραση- φαίνεται ότι αυτή η εξέλιξη μόνο ανησυχία τον γεμίζει. Δεν είμαστε οι αναγνώστες που θα ήθελε. Με κάθε μας κλικ, μπορεί να περνάμε  γρήγορα και να συνδυάζουμε διαφορετικές πηγές γνώσης και ενημέρωσης, αλλά ο Carr  πιστεύει ότι αυτοί οι νέοι τρόποι πιο επιλεκτικής και αποσπασματικής ανάγνωσης, μας φτωχαίνουν αντί να μας πλουτίζουν.
Αμβλύνουν την ικανότητα μας να διαβάζουμε, να εστιάζουμε την προσοχή μας σε πολυσέλιδα λογοτεχνικά βιβλία ή κείμενα, να τα ερμηνεύουμε, να εμβαθύνουμε σε σύνθετα και πυκνά νοήματα. Το συμπέρασμα αναδύεται σχεδόν αβίαστο, καθώς διαβάζουμε το άρθρο του. Το δίκτυο δεν αντικαθιστά ούτε ενσωματώνει απλώς τις παλαιότερες τεχνολογίες. Δεν μας μαθαίνει ξανά την τέχνη της ανάγνωσης. Προκαλεί μια βαθειά μεταβολή στο γνωσιακό μας σύστημα, στην ίδια την κουλτούρα. Εν τέλει, μας «χαζεύει».
Η φιλοδοξία των δημιουργών του Google, Sergey Brin και Larry Page να εξελίξουν την «έξυπνη» και κερδοφόρα μηχανή αναζήτησης, σε μια τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης, ωθεί τον Carr να ανασύρει τις σκιές του Όργουελ και του Κιούμπρικ για να χλευάσουν την ευφορία μας ότι απολαμβάνουμε στις μέρες μας μια πρωτόγνωρη για την ανθρωπότητα εποχή ελευθερίας, γνώσης και δημιουργικότητας.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κάθε νέα τεχνολογία που είναι ταυτόχρονα και μια κοινωνική καινοτομία, που διευρύνει τις πνευματικές και δημιουργικές δυνατότητες των πολλών, που ενδυναμώνει την κοινωνική, πολιτική ή οικονομική επιρροή τους, δέχεται την ίδια πάντα κριτική και επίθεση. Παρουσιάζεται ως μια απειλή για τον πολιτισμό, τη σκέψη και τις αξίες, που μοιάζει να είναι από την εποχή του Γουτεμβέργιου σε διαρκή διαδικασία έκπτωσης, αν δεχτούμε το σκεπτικό του Carr.
Μετά την «πλύση εγκεφάλου» της μαζικής τηλεόρασης και της διαφήμισης -πόσα χρόνια τα ακούμε και τα διαβάζουμε- σήμερα με το σαφώς πιο δημοκρατικό Δίκτυο να είναι ανοιχτό και προσβάσιμο σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την πλήρη αποβλάκωση!
Η απώλεια για την οποία συζητάμε, τελικά, δεν αφορά ούτε την εξέλιξη της ανθρώπινης ευφυίας ούτε την τύχη του πολιτισμού μας. Αφορά την απώλεια των προνομίων μιας ελίτ σκέψης -ηγεμονικής για τουλάχιστον δύο αιώνες- που βλέπει να χάνει έδαφος μπροστά στην εξασθένιση κάθε λογής ιεραρχιών και «ιεραρχών».
Ο Clay Shirky (http://www.britannica.com/blogs/2008/07/why-abundance-is-good-a-reply-to-nick-carr/), αναπληρωτής καθηγητής στο Πρόγραμμα Διαδραστικών Τηλεπικοινωνιών, στο New York University, εντοπίζει την πραγματική ανησυχία του Carr στην ιστορική μετατόπιση που σημειώνεται από μια κουλτούρα βασισμένη στη δεσπόζουσα θέση του λογοτεχνικού κόσμου, που έτεινε να γίνει η «μετωνυμία για έναν ολόκληρο τρόπο ζωής». Μια πνευματική και κοινωνική ηγεσία που είχε εξισώσει την ίδια την έννοια του πολιτισμού με τις δικές της αξίες, τη δική της παραγωγή, που είχε επιβάλει τη δική της οπτική για τον κόσμο. Αυτό ακριβώς χάνεται.
Εδώ θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η μεταβολή στο πεδίο της ισχύος ανάμεσα σε πνευματικές ή άλλες ελίτ και της πιο δημοκρατικής συμμετοχής μας όχι μόνο στην κατανάλωση αλλά κυρίως στην παραγωγή ιδεών και σκέψης στο δίκτυο, θα πρέπει να μας ανησυχεί και να μας φοβίζει.
Σωστά κατά τη γνώμη μου ο Clay Shirky γράφει :
«Ο Carr έχει δίκιο να πιστεύει ότι κάτι θυσιάζουμε στο πεδίο του πολιτισμού μας, καθώς μεταβάλλεται το τοπίο των Μέσων. Με δεδομένη αυτή την αλλαγή, το βασικό ερώτημα που θα έπρεπε να θέτουμε δεν είναι αν όντως υπάρχει κάποια θυσία. Οι θυσίες είναι αναπόφευκτες όταν έχουμε σοβαρές αλλαγές. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι αν είναι μια θυσία που αξίζει να κάνουμε, και ακόμα πιο σημαντικό είναι (να αναρωτηθούμε) τί πρέπει να κάνουμε ώστε η θυσία μας να αξίζει τον κόπο. Η μοναδική στρατηγική που μας διασφαλίζει ότι δεν θα βελτιώσουμε τίποτα, είναι να ελπίζουμε, ότι με κάποιον τρόπο θα γυρίσουμε το ρολόι πίσω. Αυτή θα είναι μια σίγουρη αποτυχία, που δεν θα αναβιώσει ούτε το παρελθόν, ούτε θα βελτιώσει το μέλλον».
Ο Carr αποπνέει την αύρα ενός συγκαλυμένου, αν και τεχνολογικά καταρτισμένου, λουδίτη. «Η αλλαγή είναι αναπόφευκτη αλλά, ίσως, να μη συμβεί αυτή τη φορά». Το πνεύμα του λουδιτισμού, που με λεπτή ειρωνία το αποδίδει ο Shirky, όταν επικρατεί, είναι αυτό που στερεί πολύτιμη διανοητική ενέργεια από τους ανθρώπους. Ξεστρατίζει τη σκέψη μας σε λάθος ερωτήματα, σε παραπλανητικές αγωνίες. Μας στρέφει σε άγονες κατευθύνσεις, ξοδεύει το χρόνο και τις δυνάμεις μας.
Πιστεύω ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει και στη χώρα μας.
Τα κύρια σημεία του άρθρου του Nicholas Carr παρουσιάστηκαν στην Καθημερινή της Κυριακής  (13/07/08) με συμπληρωματικά σχόλια «επιφανών χρηστών του διαδικτύου», όπως επίσης, στο καθημερινό της φύλλο μερικές μέρες αργότερα (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_16/07/2008_277812) . Όλοι συνηγορούσαν στην ίδια γραμμή σκέψης. Καμιά διαφορετική φωνή, κανένας από τους σημαντικούς στοχαστές και δημιουργούς της ψηφιακής κουλτούρας δεν περιλήφθηκε. Η σκέψη τους παραμένει άγνωστη και ανοίκεια στο ευρύτερο κοινό στη χώρα μας.
Η  προτίμηση που έχουν τα παραδοσιακά Μέσα στις λουδίτικες φωνές, που επικρίνουν  τις αλλαγές που φέρνει η δικτυακή ζωή, διαμορφώνουν ένα τείχος στη ροή νέων ιδεών  στη χώρα μας. Η τεχνολογική φαντασμαγορία παρουσιάζεται σαν μια σειρήνα έτοιμη να μας παρασύρει σε παγίδες και κινδύνους. Αυτή ακριβώς η στερεότυπη ιδεολογική στάση συνιστά το κύριο πολιτισμικό εμπόδιο στην δυναμικότερη συμμετοχή μας  στην παγκόσμια παραγωγή και τη διάχυση νέων ιδεών και προτάσεων.
Ο W. Daniel Hillis αντιστρέφει το ερώτημα του Nicholas Carr: «Το πρόβλημα μας δεν είναι ότι γινόμαστε πιο βλάκες, αλλά κυρίως, ότι ο κόσμος μας απαιτεί να γίνουμε ευφυέστεροι». Στο ίδιο πνεύμα και ο Kevin Kelly : «Θα αφήσουμε το Google να μας κάνει πιο έξυπνους;»
Κυριολεκτικά έρχεται το κάτω-πάνω: πληθαίνουν τα bottom-up δικτυακά εγχειρήματα και δοκιμάζονται λύσεις 2.0 στο πεδίο της παραγωγής, της πολιτικής, της σκέψης, της γνώσης, της επικοινωνίας. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι βασίζονται στην αυτο-οργάνωση, στη συνεργασία, την αναγνώριση της αξίας της συμβολής όσων συμμετέχουν σε ένα κοινό έργο, στο μοίρασμα και τη διάχυση των ιδεών.
Ο  Charles Leadbeater  στο θαυμάσιο βιβλίο του «We-Think: The Future is Us», δίνει τη μεγάλη πολιτική εικόνα μέσα στην οποία εντάσσεται και η πρόκληση του δικτύου.
Το περιβάλλον, η ενέργεια, η παγκόσμια διακυβέρνηση και ασφάλεια, η διεύρυνση της δημοκρατίας αλλά και η σταθερή μας επιδίωξη για μια ζωή με ποιότητα, η προσπάθειά μας να μεγαλώσουμε κι άλλο τους ορίζοντες της γνώσης, μας ζητούν να συνεργαστούμε και να προχωρήσουμε σε νέους τρόπους σκέψης, να γίνουμε πιο δημιουργικοί, να αναλάβουμε συλλογική δράση.
Χωρίς να παραγνωρίζει ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα εκτροπών για τις ελευθερίες μας  μέσα στο άναρχο, εκτός παραδοσιακών ελέγχων, δικτυακό πεδίο, βλέπει πρωτίστως την αισιόδοξη τροπή που μπορεί να πάρει η ιστορία μας. Αν βασιστούμε στην παράδοση του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης σκέψης (liberal tradition), στις αξίες της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας, μπορούμε να ανοιχτούμε στη νέα εποχή, έχοντας ως γνώμονα την τεκμηριωμένη σκέψη και όχι τις ιδεολογικές εμμονές μας. Αυτό που τεκμηριώνεται σήμερα όλο και περισσότερο είναι η δύναμη της συλλογικής μας ευφυίας. Στο δίκτυο, ναί, σκεφτόμαστε , γινόμαστε πιο ευφυείς, μαζί!
Μπέττυ Τσακαρέστου, Γεν. Γραμματέας Δ.Σ. Ινστιτούτου Επικοινωνίας,
Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, 
ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
(To άρθρο δημοσιεύτηκε στο Βήμα Ιδεών)

6/9/08

Η Κοινωνική Δικτύωση (social networking) βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης

Πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Synovate έδειξε ότι σχεδόν έξι στους δέκα κατοίκους σε 17 αγορές σε όλο τον κόσμο δεν γνωρίζουν καν τι είναι η κοινωνική δικτύωση και ποια είναι τα εργαλεία της. Συγκεκριμένα, συνολικά το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν ξέρει τι είναι το social networking. Βεβαίως, δεδομένου ότι στην έρευνα συμμετείχαν 13.000 άτομα στο ηλικιακό φάσμα από 18 έως 65 ετών, το αποτέλεσμα αυτό ίσως αντικατοπτρίζει και τη δυσκολία των μεγαλυτέρων ανθρώπων να εντάξουν την τεχνολογία στην καθημερινότητά τους. Οι καλύτεροι γνώστες των social media φαίνεται ότι είναι οι Ολλανδοί (τα γνωρίζει το 89%) και ακολουθούν οι Ιάπωνες (71%) και οι Αμερικάνοι (70%). Επίσης, συνολικά το 26% των ερωτηθέντων συμμετέχουν σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο, με τους Ολλανδούς να κατέχουν και πάλι τα πρωτεία (49%) και να ακολουθούν οι πολίτες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (46%), οι Καναδοί (44%) και οι Αμερικάνοι (40%).
(από το knowhow.gr)
Δείτε επίσης στοιχεία από της Universal McCann (αναδημοσιεύονται από το emarketer.com) όπου καταγράφεται η κοινωνική δικτύωση στην Ελλάδα με 7,8%.